Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Η ΄ανακύκλωση΄ του αντι-συστημισμού

Γιάννης Παπαθεοδώρου, 26/08/2009

1. Η θεωρία της «κόκκινης» διαφθοράς

Ουδέποτε είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον μου οι πολικές απόψεις του Περικλή Κοροβέση. Η αυτοπροβολή της «αντισυμβατικότητάς» του και ο γενικευμένος αντι-συστημικός λόγος του συχνά άγγιζαν τα όρια ενός πολιτικού ανορθολογισμού, που δεν είχε καμία σχέση με τις παραδόσεις της «καθ’ ημάς» ανανεωτικής αριστεράς. Στο άκουσμα του ονόματός του, προτιμούσα να σκέφτομαι το συμβολικό βάρος του αντιδικτατορικού του αγώνα και τους «ανθρωποφύλακες» βασανιστές του. Το ίδιο, φαντάζομαι, σκέφτονταν και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, που τον τίμησαν με την ψήφο τους στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να κάνουμε «δίκη προθέσεων», ιδίως για το εκλογικό σώμα ∙ μας αρκεί η αυτονόητη διαπίστωση πως ο Περικλής Κοροβέσης, όλα αυτά τα χρόνια, δεν απασχόλησε τόσο την κοινή γνώμη για την (ενδεχομένως, αξιόλογη) κοινοβουλευτική δράση του όσο για τα πυρά που εξαπέλυσε πρόσφατα εναντίον του Συνασπισμού, «ανακυκλώνοντας» πληροφορίες και φήμες για τη διεφθαρμένη συμμετοχή του εν λόγω κόμματος στην οικουμενική κυβέρνηση του ’89. Για τον επαρκή αριστερό αναγνώστη, μάλιστα, οι δηλώσεις αυτές «ήρθαν» μετά από μια σειρά δημοσιευμάτων στην Αυγή για το πώς ο ίδιος φαντάζεται το μέλλον της «αντι-συστημικής» και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Με άλλα λόγια, οι δηλώσεις αυτές έγιναν σε μια συγκυρία που είχε άμεση σχέση με την κρίση του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, και μόνο σε αυτά τα συμφραζόμενα μπορούν να διαβαστούν και, επομένως, να κριθούν. Όσο για τον ποιον ωφέλησε, εκ του αποτελέσματος έστω, η θεωρία της «κόκκινης» διαφθοράς, δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τις εφημερίδες που έσπευσαν να εγκωμιάσουν τον «αντάρτη» της αριστεράς, ενισχύοντας τη σύγχρονη τόλμη του με το κατάλληλο επαναστατικό μελόδραμα της παλαιάς αιρετικότητάς του.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, ο Περικλής Κοροβέσης υπαινίχτηκε – δε λέω «υποστήριξε» γιατί αυτό το ρήμα προϋποθέτει μια στοιχειώδη επιχειρηματολογία- πως, τη μοναδική αναφορά που η αριστερά ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες σε αυτό τον τόπο, αλλοτριώθηκε, σε τέτοιο βαθμό, που βρέθηκε να «τα πιάνει» από τη Siemens. «Σαν έτοιμος από καιρό», με άλλα λόγια, ο ενιαίος Συνασπισμός του ’89 μολύνθηκε αμέσως από τον ιό της διαφθοράς και εξώθησε το «σύστημα» στην περεταίρω παρακμή του. Δεν θα με απασχολήσουν εδώ ούτε οι έωλοι ισχυρισμοί του ούτε οι ανοίκειες και πρωτόγνωρα επιθετικές δηλώσεις του για τον Συνασπισμό, στη διάρκεια των τελευταίων ημερών. Και κυρίως, δε θα με απασχολήσει η περίφημη θεωρία της «ανακύκλωσης» δημοσιευμάτων, που στοχοποιούν ιστορικούς ηγέτες της αριστεράς και κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ. Απ’ όσο γνωρίζω, η κοινή συκοφαντία και η προσβολή της ατομικής αξιοπρέπειας είναι αδίκημα και διώκεται ποινικά. Αν και είναι σχεδόν σίγουρο ότι η θιγόμενη πλευρά έχει άλλους αξιακούς κώδικες, που δεν της επιτρέπουν να φτάσει ως εκεί, το θέμα δείχνει να διευθετείται πολιτικά (ή, μήπως πολιτικάντικα ;). Άλλωστε, η ετεροχρονισμένη «πυροσβεστική» κίνηση Αλαβάνου κατάφερε να υποβαθμίσει το γεγονός και να μετατρέψει την αήθη «ανακύκλωση» σε μια διαδικαστική απολογία του Κοροβέση στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εκεί, είναι βέβαιο πως θα ακουστούν μπόλικες ηθικολογικές κοινοτυπίες, σαν κι αυτές που έχουμε συνηθίσει να ακούμε τα τελευταία χρόνια από το ΣΥΡΙΖΑ. Στο τέλος, αυτό που θα μείνει είναι πως ο Κοροβέσης τα είπε «έξω από τα δόντια», για να επιβεβαιωθεί και το ρητό ότι «όλοι τα πιάνουν». Αυτό δε λέει κι ο «λαός» ; Καιρός, λοιπόν, να μπει και η θεσμική αριστερά στη συμμορία των «μωρών παρθένων». Άλλωστε, απ’ ό,τι μάθαμε ο Κοροβέσης «δεν χρωστάει τίποτα στην αριστερά ∙ αυτή του χρωστάει». Και, απ’ ότι φαίνεται, του χρωστάει τόσα πολλά που αναγκάζεται να δανείζει από το μισθό του και τους «γραφειοκράτες του Συνασπισμού». «Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα», που ‘λεγε κι ο Καβάφης.

2. Για όλα φταίει το «σύστημα»

Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με την απλοϊκή αντίληψη του Περικλή Κοροβέση, οι «ανεπιβεβαίωτες φήμες» των σχετικών δημοσιευμάτων για τη «μίζα» του Συνασπισμού είναι ήδη «πληροφορίες» για ένα «μείζον σκάνδαλο». Για τον Κοροβέση, όπως και για πολλούς άλλους νέο-αριστεριστές του ΣΥΡΙΖΑ, μια αριστερά που κυβερνά, μια αριστερά που μετέχει σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας δεν μπορεί παρά να είναι μια αριστερά που τα «πιάνει». Ο αυτοματισμός του συνειρμού έχει δυστυχώς περισσότερη σημασία από την ίδια την «ουσία» της δήλωσης. Δεν έχει καμία σημασία, επομένως, να ασχοληθούμε με την πρόσληψη των δηλώσεων Κοροβέση αυτή καθ’ αυτή. Στη κομματική ενδοχώρα, θα πάρει κι αυτή το δρόμο της, μέσα στις τόσες «στοχαστικές προσαρμογές» μιας εκλογικής συμμαχίας, που έχει μάθει από καιρό να κάνει ασκήσεις σκοποβολής στο πρόσωπο του Χατζησωκράτη και να αναγνωρίζει τη βολική της μυθολογία στο πρόσωπο του Κοροβέση. Θα άξιζε, ωστόσο, να μας απασχολήσει το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο «στήθηκαν» αυτές οι δηλώσεις, ακριβώς γιατί το υπόβαθρο αυτό αντιστοιχεί σε μια ευρύτερη στρεβλή νοοτροπία που «κυκλοφορεί» μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, και εκφράζεται, κάθε τόσο, με κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από την ανακύκλωση φημών. Και εννοώ, βέβαια, την «ανακύκλωση του αντι-συστημισμού», που τόσο πολύ προβάλλεται ως κυρίαρχο στίγμα της νέας ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο σκληρός πυρήνας αυτής της νοοτροπίας, - παλαιό κατάλοιπο της εξω-κοινοβουλετικής αριστεράς, - μπορεί να αναζητηθεί, πράγματι, στην περίοδο του ’89, όταν ένα μεγάλο τμήμα των σημερινών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετώπισε τον Συνασπισμό ως τμήμα του «αστικού μπλοκ εξουσίας». Σήμερα, ωστόσο, η αντίληψη αυτή αποκτά νέα δυναμική, αφού δεν αρκείται στην αναδρομική κριτική της θεσμικά κατεκτημένης θέσης της αριστεράς στο πολιτικό σύστημα, (μιας θέσης που, ανεξάρτητα τα λάθη που έγιναν, η αριστερά κατοχύρωσε στην κρίσιμη περίοδο του ’89) αλλά διεκδικεί την περαιτέρω μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αντι-συστημικό αριστερίστικο κόμμα. Ο πολιτικός εκτροχιασμός του Περικλή Κοροβέση ανέδειξε, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, το σαθρό ιδεολόγημα του αντι-συστημισμού, που δυστυχώς τόσο πολύ προβλήθηκε, κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, και από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, και από τον Αλέξη Τσίπρα και από τον Αλέκο Αλαβάνο) με τα γνωστά αποτελέσματα ήττας για τη συγκεκριμένη εκλογική συμμαχία. Γι αυτό και μονο γι αυτό, επιμένω, αξίζει να συζητήσουμε την ιδεολογική λειτουργία των δηλώσεων Κοροβέση και όχι την εξατομικευμένη τους έκφραση. Δεν με ενδιαφέρει το πρόσωπο ∙ με ενδιαφέρει το ιδεολόγημα που εκφέρει το πρόσωπο. Μολονότι, λοιπόν, το ιδεολόγημα είναι παλαιάς κοπής, η τεχνητή επικαιροποίησή του σήμερα έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον.

Το ιδεολόγημα αυτό θα μπορούσε θεωρητικά να συμπυκνωθεί ως εξής : κάθε μορφή συμμετοχής της αριστεράς στην εξουσία είναι ναρκοθετημένη, στο βαθμό που το «σύστημα» είναι εξορισμού ταγμένο στην υπηρεσία των καπιταλιστικών συμφερόντων. Άρα, η ριζοσπαστική και η ανανεωτική αριστερά δεν μπορεί πάρα να είναι εξορισμού εκτός «συστήματος», να καταγγέλλει τη διαβρωτική του λειτουργία και να αποστασιοποιείται από το υλικό πλαίσιο των θεσμών του. Ακόμα κι αν είναι υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη, η αριστερά οφείλει να υιοθετεί μια ιδιαίτερη ενέργεια και δράση που να αντιμετωπίζει το κράτος και τις κυρίαρχες τάξεις ως ενδογενείς «αντιμέτωπες» οντότητες, οριστικά εκτεθειμένες στο σύστημα επιρροών των ομάδων πίεσης και συμφερόντων. Ο νέο-αριστερίστικος κλεφτοπόλεμος κατά του «συστήματος» εκλαμβάνει αφενός μεν την κρατική διακυβέρνηση ως μια απολύτως αρνητική εξωτερικότητα ευάλωτη στις πιέσεις οικονομικο-συντεχνιακών συμφερόντων, αφετέρου δε την αριστερά ως ηθικολογικό φορέα καταγγελτισμού, που αδιαφορεί για τις μεταρρυθμιστές αλλαγές, αναλισκόμενη στην αυτιστική συνάθροιση ενός πλήθους μικρο-εξουσιών, εξίσου εξωτερικών ως προς το κράτος και την εξουσία. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο «εξωτερικότητες» καμία ώσμωση δεν μπορεί να υπάρξει, και κυρίως, καμία θεσμική διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου της αριστεράς.

Από τη μια μεριά, θριαμβεύει η νέο-τεχνοκρατική γλώσσα του «μαύρου πολιτικού χρήματος» ∙ από την άλλη, η νέο-αριστερίστικη γλώσσα της αντι-εξουσίας. Ανάμεσά τους βαθαίνει ολοένα και πιο πολύ το χάσμα που γεννάει την αδράνεια, την απαξίωση των θεσμών, και, εντέλει, τον αντι-εξουσιαστικό τσαμπουκά. Ο «αντι-συστημισμός», έχοντας θέσει στο κέντρο του τη θεωρία των «δύο εξουσιών», όχι μόνο αδυνατεί να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της πολιτικής διακυβέρνησης αλλά αφαιρεί από την κοινωνική αριστερά τις δυνατότητες θεσμικής παρέμβασης σε δομικές μεταρρυθμίσεις καταδικάζοντας την apriori σε αποτυχία. Ως μορφή «αυτο-εκπληρούμενης προφητείας» ο «αντι-συστημισμός» επιβεβαιώνει απλώς την καταστατική του αμηχανία : αντί να στοχαστεί πάνω στα μέσα, στους όρους και στη κατεύθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υποδεικνύει τη «σκέτη» αντικατάστασή τους από μηχανισμούς κοινωνικής αντίστασης που «βάζουν σε καραντίνα το κράτος», όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς. Για αυτό και κάθε απόπειρα που προσπαθεί, ενδεχομένως, να πραγματοποιήσει τον ριζικό μετασχηματισμό του κράτους με βάση τις μεταρρυθμίσεις «από τα αριστερά» συνοδεύεται από την καχυποψία του «κυβερνητισμού» και της αλλοτρίωσης.

Ο ιδεολογικός πυρήνας της αντι-συστημικής και αντι-καπιταλιστικής αριστεράς αφορμάται ακριβώς από αυτό το ιδεολόγημα. Εκλαμβάνοντας εργαλειακά το κράτος και τη διακυβέρνηση σαν ένα «σύστημα» επιβολής εξουσιαστικού αποτελέσματος προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων και των μερικευμένων συμφερόντων των οικονομικών ελίτ, ο αντι-συστημισμός αδυνατεί να δει όχι μόνο τις εσωτερικές αντιφάσεις της διακυβέρνησης αλλά το πόσο οργανικά συνδέονται με τις ρωγμές της κυριαρχίας του, τη σπονδυλωτή διάχυση της εξουσίας, τη συγκρουσιακή αλλά και αντισταθμιστική παρέμβαση της αριστεράς στις μεταρρυθμίσεις. Από αυτή την άποψη, η αντι-συστημική θεωρία των «δύο εξουσιών» είναι μια βαθιά ουσιοκρατική (και εντέλει, αντιδραστική) θεώρηση της πολιτικής. Βλέπει την κρατική εξουσία σαν ποσοτικό άθροισμα γραφειοκρατικών παρεμβάσεων και οικονομικών συμφερόντων αλλά όχι σαν ποιοτικό αναβαθμό κοινωνικών σχέσεων ∙ βλέπει την αριστερά ως ηθικολογική δύναμη καταγγελίας και ακτιβισμού αλλά όχι ως θεσμικό διαμεσολαβητή των κοινωνικών αγώνων. Έχοντας συρρικνώσει την πολυπλοκότητα της κοινωνίας σε ένα μανιχαϊκό σχήμα (παγκοσμιοποιημένο πολυεθνικό κεφάλαιο vs κοινωνικοί αγώνες της αντιπαγκοσμιοποίησης) αδυνατεί να συλλάβει το κρίσιμο παιχνίδι της προοδευτικής διακυβέρνησης ως στρατηγικό πεδίο μετασχηματισμών και μεταρρυθμίσεων. Και είναι ακριβώς αυτή η αφαίρεση που οδηγεί και στην πρόκληση : όποιος δεν είναι μαζί «μας» είναι πουλημένος, αργυρώνητος, διεφθαρμένος. Η νέα «αντι-συστημική αντικαπιταλιστική αριστερά» του 21ου αιώνα θα είναι ακριβώς αυτή η αριστερά του αντι-εξουσιαστικού «κλεφτοπολέμου».

3. Το δίλλημα

Ομολογώ πως, στη διάρκεια αυτών των ημερών, δεν διάβασα πουθενά τις προτάσεις του Περικλή Κοροβέση για το «πόθεν έσχες» των κομμάτων, για την δημοκρατική και κοινωνική λογοδοσία τους, για τη θεσμική διαφάνεια της χρηματοδότησής τους. Προτίμησε να λύσει ατομικά και αναδρομικά τους λογαριασμούς του με μια ορισμένη εκδοχή της θεσμικής αριστεράς (του τότε ενιαίου Συνασπισμού του ‘89), «ανακυκλώνοντας» τον αντι-συστημισμό του ΣΥΡΙΖΑ, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο : τη λαϊκιστική προπαγάνδα. Κι όμως, το αιφνίδιο σύμπτωμα της καταγγελτικής ρητορείας του ανακαλεί όλη τη μακρόχρονη παθογένεια του ΣΥΡΙΖΑ. Απέναντι σε αυτή την επίθεση, ο Συνασπισμός, που κλείνει φέτος τα είκοσι χρόνια της σταθερής δημοκρατικής του πορείας, καλείται να υπερασπιστεί το αυτονόητο : ότι, δηλαδή, η διαφανής ύπαρξή της ανανεωτικής αριστεράς μέσα σε κυβερνητικά σχήματα είναι αστάθμητος, ρεαλιστικός, αλλά και αναγκαίος όρος, του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτό που ενδιαφέρει, επομένως, στην παρούσα συγκυρία, την ανανεωτική κυρίως αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι η οριστική αντιπαράθεση με μια ιδεολογική αντίληψη και μια πολιτική προοπτική που την θέλει μονίμως εκτός του συστήματος και υπόλογη για το, σύντομο έστω, κυβερνητικό παρελθόν της.

Το πρώτο βήμα αυτής της συνειδητοποίησης θα έπρεπε να είναι ο άμεσος απεγκλωβισμός του Συνασπισμού από την εκλογική συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο βήμα θα ήταν η αναζήτηση νέων συμμαχιών με τις δυνάμεις της οικολογίας και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το τρίτο βήμα θα ήταν η σαφής διατύπωση μιας προγραμματικής πρότασης και η διαμόρφωση μιας προοδευτικής πλειοψηφίας, ανταγωνιστικής ως προς το ΠΑΣΟΚ, που δεν θα αδιαφορεί, ωστόσο, για το ζήτημα της διακυβέρνησης. Το μήνυμα των εκλογών είναι σαφές και επιβεβαιωμένο σε όλη την Ευρώπη. Η «αντι-συστημική και αντικαπιταλιστική αριστερά» όχι μόνο δεν κατάφερε να απαντήσει στη σύνθετη οικονομική και πολιτική κρίση αλλά ηττήθηκε και απομονώθηκε κοινωνικά γιατί αρνήθηκε να «πολώσει» τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, όχι στη βάση μιας ουτοπικής φαντασίωσης, αλλά στη βάση μιας νέας ρεαλιστικής διχοτομίας ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Περισσότερο παρά ποτέ, σήμερα η ανανεωτική αριστερά έχει σήμερα την ιστορική ευθύνη να θέσει αυτό το πολιτικό και ιδεολογικό δίλημμα, χωρίς τα βαρίδια που την κρατούν εγκλωβισμένη στην «ανακύκλωση του αντι-συστημισμού» του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι άλλωστε η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να θέσει ένα τέτοιο δίλλημα, κεφαλαιοποιώντας το ηθικό της πλεονέκτημα και την υπεύθυνη στάση της σε μια προοπτική εναλλακτικής ηγεμονίας. Και είναι, επίσης, η μόνη δύναμη που μπορεί να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά εκείνων των ψηφοφόρων που νιώθουν ότι ακόμη «χρωστάνε στην αριστερά» για την πορεία που πήρε αυτός ο τόπος μετά την ιστορική συμβολή του ΕΑΜ, της ΕΔΑ, του ΚΚΕ ες., της ΕΑΡ, και του Συνασπισμού. Κι αυτή η πορεία δεν μπορεί να χαριστεί σε κανέναν «τζάμπα μάγκα» της «ανακύκλωσης του αντι-συστημισμού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου